μπικεριά

μπικεριά
η
ναυτ. ξύλινη δοκός που ενώνει δύο συνεχόμενες εγκάρσιες δοκούς για τη στήριξη τού καταστρώματος πλοίου, η διαδοκίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεσόδμη — η (Α μεσόδμη και δωρ. τ. μεσόδμα και αττ. τ. μεσόμνη) 1. μεγάλη δοκός η οποία περνάει οριζόντια από τοίχο σε τοίχο και στηρίζει τη στέγη, το μεσοδόκι 2. δοκός που τέμνει εγκάρσια από τη μια ώς την άλλη πλευρά το πλοίο, πάνω από το εσωτρόπιο, η… …   Dictionary of Greek

  • μεσόζυγο — το η μπικεριά, αλλ. μετζοκάμαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ζυγός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”